- απόπτυστος
- ἀπόπτυστος, ο (Α) [αποπτύω]1. αυτός που τον έχουν φτύσει2. εκείνος που αξίζει να τον φτύσουν, ο σιχαμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόπτυστος — spat out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπτυστον — ἀπόπτυστος spat out masc/fem acc sg ἀπόπτυστος spat out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτύστοις — ἀπόπτυστος spat out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτύστοισιν — ἀπόπτυστος spat out masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτύστου — ἀπόπτυστος spat out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπτυστα — ἀπόπτυστος spat out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπτυστοι — ἀπόπτυστος spat out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)